- λευκοκύμοσιν
- λεῡκοκύμοσιν , λευκοκύμωνwhite with wavesdat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκοκύμων — λευκοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) λευκός από τον αφρό τών κυμάτων («λευκοκύμοσιν... ᾐόσιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κύμων < κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek